Εκχώρηση απαίτησης σε συνεργείο αυτοκινήτων
- By Αmedeo
- April 22, 2019
- 9:41 am
Ως γνωστόν ένα τροχαίο ατύχημα επιφέρει ψυχική ταλαιπωρία, σωματική ταλαιπωρία αλλά και απρόσμενα οικονομικά έξοδα . Έτσι λοιπόν, δεδομένου και της μεγάλης οικονομικής ύφεσης που πλήττει την χώρα μας , πολλοί συμπολίτες μας ύστερα από ένα τροχαίο ατύχημα, δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να επισκευάσουν με δικά τους χρήματα τα ζημιωθέντα οχήματα τους και αναγκάζονται να αναμείνουν καρτερικά την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποζημίωσης από πλευρά της ασφαλιστικής εταιρείας του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος. Στην περίπτωση που ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος έχει αποδεχθεί την υπαιτιότητα του ή στην περίπτωση που η υπαιτιότητα του είναι οφθαλμοφανής (βλέπε π.χ. παραβίαση STOP), το διάστημα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αποζημιώσεως , ποικίλει από μερικές εβδομάδες έως και μερικούς μήνες, ανάλογα πάντα και με τον φόρτο εργασίας της εκάστοτε ασφαλιστικής εταιρείας . Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, όταν ο οδηγός του ζημιογόνου οχήματος δεν αποδέχεται την υπαιτιότητα του και η υπαιτιότητα του δεν είναι οφθαλμοφανής (βλέπε π.χ. παραβίαση ερυθρού σηματοδότη όπου και οι δύο οδηγοί ισχυρίζονται ότι περάσαν με πράσινο ) ή όταν η ασφαλιστική του ζημιογόνου οχήματος δεν συναινεί στο να καταβάλει στον ζημιωθέντα όσα αυτός ζητάει. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η μόνη λύση για την αποζημίωση του ζημιωθέντα είναι να ακολουθήσει την δικαστική οδό ώστε να υποχρεωθεί η ασφαλιστική εταιρεία με δικαστική απόφαση να του καταβάλει την αποζημίωση που δικαιούται . Η δικαστική οδός, αν και δεν είναι η λιγότερο χρονοβόρα επιλογή, αφού για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης χρειάζονται από έξι μήνες έως και ένα χρόνο από την κατάθεση της αγωγής, δίνει την δυνατότητα στον ζημιωθέντα να διεκδικήσει την ηθική βλάβη που υπέστη , τα διαφυγόντα κέρδη από τη μη χρήση του οχήματος του (εφόσον αυτό είναι επαγγελματικό) , τη μείωση της αγοραστικής αξίας του οχήματος του αλλά και οποιαδήποτε άλλη οικονομική ζημία έχει υποστεί συνέπεια του τροχαίου ατυχήματος. Ακολούθως, ο ζημιωθέντας μέσω της δικαστικής οδούς έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει μεγαλύτερα χρηματικά ποσά από εκείνα που δίνονται συνήθως εξωδικαστικά από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Ανεξαρτήτως όμως τον δρόμο που θα επιλέξει ο ζημιωθέντας ή θα αναγκαστεί να επιλέξει για να αποζημιωθεί , το μόνο σίγουρο είναι πως εάν δεν έχει στην κατοχή του τα απαιτούμενα κονδύλια για την επισκευή του οχήματος του, είτε δεν θα μπορεί να κάνει χρήση αυτού είτε στις πιο ελαφριές περιπτώσεις ατυχημάτων θα κυκλοφορεί με ανεπισκεύαστο όχημα. Η ως άνω περιγραφόμενη καθυστέρηση στην αποζημίωση των τροχαίων ατυχημάτων σε συνδυασμό με την γενικευμένη οικονομική ύφεση , δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για να γίνει ευρεία χρήση, κυρίως από τα συνεργεία επισκευής οχημάτων, της σύμβασης εκχώρησης. Πιο συγκεκριμένα, πολλά συνεργεία αυτοκινήτων δίνουν την δυνατότητα στους υποψήφιους πελάτες να επισκευάσουν τα οχήματα τους χωρίς να καταβάλουν χρήματα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι οι τελευταίοι θα εκχωρήσουν προς το συνεργείο τις απαιτήσεις που πηγάζουν από το τροχαίο ατύχημα που έχουν υποστεί. Έτσι λοιπόν, εφόσον ο πελάτης συμφωνήσει στο να εκχωρήσει την απαίτηση του προς το συνεργείο της επιλογής του, συντάσσεται μεταξύ των δύο μερών ένα ιδιωτικό συμφωνητικό, το συνεργείο επισκευάζει το όχημα και εν συνεχεία αναλαμβάνει το συνεργείο να διεκδικήσει την αποζημίωση του ζημιωθέντα από την ασφαλιστική εταιρεία του ζημιογόνου οχήματος. Πως όμως ρυθμίζεται από τον νόμο η ως άνω συμφωνία (σύμβαση εκχώρησης) και ποιες υποχρεώσεις επιφέρει στα συμβαλλόμενα μέρη; Κατά το άρθρο 455 του Α.Κ., ο δανειστής ,στην προκειμένη περίπτωση ο ζημιωθέντας, μπορεί με σύμβαση να μεταβιβάσει σε άλλον την απαίτησή του χωρίς τη συναίνεση του οφειλέτη (εκχώρηση). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 455, 460 έως 462 του Α.Κ., σαφώς συνάγεται, ότι μετά την από τον εκδοχέα αναγγελία της εκχωρηθείσας απαιτήσεως στον οφειλέτη, αποκόπτεται κάθε δεσμός του εκχωρηθέντος οφειλέτη με τον εκχωρητή και η εκχωρηθείσα απαίτηση αποκτάται υπέρ του αναγγείλαντος εκδοχέως, ο οποίος δικαιούται έκτοτε στη δικαστική επιδίωξη και είσπραξή της, ο δε εκχωρητής αποξενώνεται από την εκχωρηθείσα απαίτηση μη δικαιούμενος να επιληφθεί αυτής. Λόγω του χαρακτήρα της εκχωρήσεως, ως εκποιητικής δικαιοπραξίας, αφού έχει σαν αποτέλεσμα την άμεση μεταβίβαση της απαιτήσεως, ο εκχωρητής πρέπει να έχει την εξουσία διαθέσεως της απαιτήσεως που θέλει να εκχωρήσει, άλλως η εκχώρηση, που γίνεται από πρόσωπο, που δεν είναι φορέας της εκχωρούμενης απαίτησης, είναι άκυρη. Εξάλλου, η εκχώρηση είναι έγκυρη, εφόσον η απαίτηση που εκχωρείται είναι ορισμένη ή τουλάχιστον οριστή, όπως μάλιστα συμβαίνει και επί μεταβιβάσεως κάθε απαιτήσεως του εκχωρητή από κατονομαζόμενη έννομη σχέση. Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 361 και 455 ΑΚ, υπό την προϋπόθεση του οριστού, αντικείμενο της εκχώρησης επιτρέπεται να είναι και μελλοντικές απαιτήσεις, δηλαδή απαιτήσεις οι οποίες θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που ήδη υπάρχει (π.χ. μεταβίβαση μελλοντικών μισθωμάτων από μίσθωση που έχει ήδη καταρτισθεί) είτε θα γεννηθούν μελλοντικά από αιτία που επίσης θα γεννηθεί στο μέλλον (π.χ. μεταβίβαση μισθωμάτων που θα προκύψουν από μελλοντική εκμίσθωση ορισμένου ακινήτου (ΑΠ 311/2011). Αντικείμενο της εκχώρησης μπορούν να είναι μόνο οι αυτοτελείς απαιτήσεις του ουσιαστικού δικαίου. Οι παρεπόμενες απαιτήσεις δεν μπορούν να εκχωρηθούν, με εξαίρεση τις απαιτήσεις καρπών ή τόκων. Ο νόμος απαγορεύει την εκχώρηση κάποιων απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και της αξιώσεως για ικανοποίηση ηθικής βλάβης, εκτός αν αναγνωρίστηκε με σύμβαση ή επιδόθηκε για αυτήν αγωγή (933 ΑΚ). Επίσης δεν εκχωρείται ακατάσχετη απαίτηση και απαίτηση που συνδέεται με το πρόσωπο του δανειστή. Τέλος, δεν μπορεί να εκχωρηθεί απαίτηση που προσωρινά επιδικάζεται σε κάποιον με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (729 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά το άρθρο 467 Α.Κ. σε περίπτωση εκχωρήσεως από επαχθή αιτία ο εκχωρητής ευθύνεται για την ύπαρξη της απαίτησης δηλαδή ότι συνέτρεξαν οι νόμιμες προϋποθέσεις για τη γέννηση της και ότι εξακολουθεί υφιστάμενη. Εγγυάται επίσης για την ύπαρξη των παρεπομένων δικαιωμάτων της απαιτήσεως. Η περαιτέρω ευθύνη του καθορίζεται από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την επαχθή δικαιοπραξία, η οποία απετέλεσε και την αιτία της εκχώρησης. Μετά την εκχώρηση ο εκδοχέας καθίσταται μόνος δικαιούχος της απαίτησης και νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει τη σχετική αγωγή. Τέλος η εκχώρηση δεν υπόκειται σε κάποιον τύπο μόνο εάν το ζητήσει ο εκδοχέας ο εκχωρητής έχει υποχρέωση να συντάξει δημόσιο έγγραφο .