Πότε παραγράφονται οι απαιτήσεις που πηγάζουν από ένα τροχαίο ατύχημα

Από τη διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ. προκύπτει ότι,  όταν κάποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., θεμελιώνει την αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση και έχει τις εξής προϋποθέσεις :   α) την παράνομη και υπαίτια ανθρώπινη συμπεριφορά β) την επέλευση ζημίας και γ) τον αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Από τη διάταξη του άρθρου 937 Α.Κ. προκύπτει ότι η απαίτηση για αποζημίωση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά από μία πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και αυτόν που οφείλει να αποζημιώσει σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. Αν η αδικοπραξία αποτελεί συνάμα κολάσιμη πράξη που κατά τον ποινικό νόμο υπόκειται σε μακρύτερη παραγραφή, αυτή ισχύει και για την απαίτηση αποζημίωσης. Βάσει των ανωτέρω, στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων και εφόσον η συμπεριφορά του οδηγού του ζημιογόνου οχήματος είναι υπαίτια και παράνομη οι σχετικές αξιώσεις υπόκεινται σε πενταετή  παραγραφή η οποία δεν ξεκινά από την ημέρα του ατυχήματος αλλά από τη γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση . Ωστόσο, όταν το τροχαίο ατύχημα δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα και σε παράνομη συμπεριφορά του οδηγού αλλά σε κάποιο τυχηρό γεγονός (υπό στενή έννοια ) όπως π.χ. ένα ατύχημα που προκλήθηκε επειδή μία μέλισσα εισήλθε στο αυτοκίνητο από το ανοιχτό παράθυρο και τσίμπησε τον οδηγό, τότε το αποτέλεσμα θα γεννήσει ευθύνη για τον οδηγό, όχι κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας (άρθρα 914 και επ.), αλλά κατά τις διατάξεις του Ν. ΓπΝ/1911 «Περί της εκ των αυτοκινήτων ποινικής και αστικής ευθύνης», οι οποίες σε αντίθεση με το άρθρο 914 Α.Κ. θεσπίζουν την αντικειμενική ευθύνη του οδηγού. Έτσι λοιπόν όταν το τροχαίο ατύχημα  δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα (δόλο ή αμέλεια) του ζημιώσαντος θα εφαρμοστεί το άρθρο το άρθρο 7 του Ν. ΓπΝ/1911, το οποίο προβλέπει ότι η αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε σε τρίτο από τη λειτουργία του αυτοκινήτου, παραγράφεται σε δύο έτη και η έναρξη του χρόνου παραγραφής συμπίπτει με τον χρόνο του ατυχήματος. Με εξαίρεση λοιπόν το τυχηρό γεγονός (υπό στενή έννοια ) όταν το τροχαίο ατύχημα οφείλεται σε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του ζημιώσαντος η αντίστοιχη αξίωση παραγράφεται σε πέντε έτη. Η παραγραφή αυτή της αξίωσης του ζημιωθέντος αρχίζει από την γνώση της ζημίας και του υπόχρεου προς αποζημίωση. Για την έναρξη του χρόνου παραγραφής «δεν είναι αναγκαία η πλήρης γνώση όλων των λεπτομερειών του ζημιογόνου γεγονότος και του ποσού της έκτασης της ζημίας (ΟλΑΠ 40/1996 ΕλλΔνη 37,1534, ΕφΑθ 2871/1994 ΕλλΔνη 36, 703)», αλλά «εκείνων των πραγματικών περιστατικών που παρέχουν σε αυτόν τη δυνατότητα να ασκήσει ορισμένη αγωγή εναντίον συγκεκριμένου προσώπου (ΑΠ 807/1997 Δ΄ Τμ. ΕλλΔνη 39, 88)» και μάλιστα «με πιθανότητα επιτυχίας (ΕφΑθ 673/1992 ΕλλΔνη 37,105 και ΕφΑθ 2871/1994 όπ. παρ.)». Αλλά και δεν αρκούν «απλές εικασίες, υποψίες ή εξ αμελείας άγνοια (ΑΠ 374/2001 Δ΄ Τμ. Χρ.ΙΔ 2001, 417)». Έτσι αν μπορούν να διαπιστωθούν το όνομα και η διεύθυνση του υπόχρεου σε αποζημίωση προσώπου, τότε ο παθών θεωρείται ότι γνωρίζει το πρόσωπο του υπόχρεου κατά το χρόνο που ερευνώντας θα μπορούσε να πληροφορηθεί τα στοιχεία αυτά. Εάν δε «ένα από τα στοιχεία αυτά δεν είναι γνωστό, η αξίωση παραγράφεται μετά είκοσι έτη από την τέλεση της αδικοπραξίας (ΑΠ 807/1997 Δ΄ Τμ. )». Για την εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 937 Α.Κ. ήτοι για επιμήκυνση της πενταετής  παραγραφής,  πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις: 1) η αδικοπραξία πρέπει να αποτελεί συνάμα κολάσιμη κατά τον ποινικό νόμο πράξη. Δεν αποτελεί όμως προϋπόθεση η προηγούμενη άσκηση ποινικής διώξεως και η τιμωρία του δράστη. Αν δεν έχει προηγηθεί άσκηση ποινικής διώξεως το πολιτικό δικαστήριο που κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως ερευνά τη συνδρομή των υποκειμενικών και αντικειμενικών προϋποθέσεων της κολάσιμης πράξεως και 2) η ποινική αξίωση της πολιτείας για την τιμώρηση της αξιόποινης πράξεως πρέπει να υπόκειται σε μακρότερη παραγραφή. Για τη διαπίστωση αν η ποινική παραγραφή της καλύπτουσας την αδικοπραξία κολάσιμης πράξεως είναι ή όχι μακρότερη από την αστική παραγραφή της απαιτήσεως από την αδικοπραξία θα ληφθεί υπόψη ο χαρακτηρισμός της κολάσιμης πράξεως ως κακουργήματος, πλημμελήματος ή πταίσματος και η προβλεπόμενη στον ποινικό νομό, αναλόγως, ποινική παραγραφή, όπως αυτή ως προς τη διάρκειά της καθαρίζεται στο άρθρο 111 του Π.Κ. ή σε διάταξη άλλου, ειδικού, ποινικού νόμου, η οποία προκειμένου περί πλημμελημάτων ανέρχεται σε πέντε (5) έτη, ενώ προκειμένου περί κακουργημάτων, για τα οποία δεν προβλέπεται ποινή θανάτου ή ισόβιας κάθειρξης, ανέρχεται σε δεκαπέντε (15) έτη και σύμφωνα με το άρθρο 17 του Π.Κ. αρχίζει από το χρόνο κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενήργησε ή όφειλε να ενεργήσει, δηλαδή η αφετηρία της ποινικής παραγραφής μπορεί να είναι διαφορετική από την αφετηρία της αστικής από αδικοπραξία απαιτήσεως, όπως αυτή προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 937 ΑΚ. Εξάλλου, για τη διακρίβωση αν, προκειμένου περί πλημμελημάτων ή κακουργημάτων, είναι ή όχι μακρότερη η ποινική παραγραφή σε σύγκριση με την αστική παραγραφή, δεν συνυπολογίζεται το οριζόμενο από την παρ. 3 του άρθρου 113 Π.Κ. μέγιστο διάστημα της αναστολής, κατά το οποίο διαρκεί η κύρια διαδικασία και εωσότου γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση και το οποίο ανέρχεται σε τρία (3) έτη για τα πλημμελήματα και πέντε (5) έτη για τα κακουργήματα. Πράγματι, ο νομοθέτης της παρ. 2 του άρθρου 937 Α.Κ. αναφερόμενος στην μακρότερη ποινική παραγραφή, προδήλως αποβλέπει στην προβλεπόμενη in abstracto ποινική παραγραφή, άνευ συνυπολογισμού σ’ αυτήν και του διαστήματος της αναστολής (Ολ. ΑΠ 21/2003). Ακολούθως, στις περιπτώσεις των τροχαίων ατυχημάτων, η επιμήκυνση της παραγραφής, όπως αυτή ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 937 Α.Κ. δεν δύναται να έχει εφαρμογή καθώς οι ζημιώσαντες οδηγοί ακόμα και στις περιπτώσεις που από την συμπεριφορά τους επήλθε θάνατος προσώπου, αντιμετωπίζουν σχεδόν πάντα κατηγορίες πλημμεληματικού χαρακτήρα και όχι κακουργηματικού χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, εάν η ζημία εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του παθόντος σε ατύχημα από αυτοκίνητο είναι απρόβλεπτη, άρχεται νέα παραγραφή (πενταετής) για εκείνες τις δυσμενείς συνέπειες που δεν μπορούσαν από την αρχή να προβλεφθούν κατά τους κοινούς κανόνες, και η οποία αρχίζει από τότε που ο παθών έλαβε γνώση των νέων δυσμενών συνεπειών και της αιτιώδους συνάφειάς τους με το ατύχημα. Επομένως, ακόμη και εάν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση ο παθών από αυτοκινητικό ατύχημα μπορεί να καταθέσει  νέα αγωγή του ζητεί πρόσθετη αποζημίωση για την ίδια αιτία λόγω της επικαλούμενης επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του, της οποίας έλαβε γνώση μετά την άσκηση της πρώτης αγωγής, το δικαστήριο που καλείται να δικάσει την υπόθεση δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο της πρώτης αποφάσεως, διότι το δικαστήριο καλείται να κρίνει αξιώσεις του παθόντος από τις επιζήμιες συνέπειες του ατυχήματος που δεν μπορούσαν να προβλεφθούν κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής και δεν κρίθηκαν με την τελεσίδικη απόφαση.

Share on facebook
Facebook
Share on google
Google+
Share on twitter
Twitter
Share on linkedin
LinkedIn
Share on pinterest
Pinterest
Close Menu